- Δωριείς
- Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών –εκτός της Αττικής, της Εύβοιας, της Αρκαδίας κ.ά.– διαμορφώνοντας την οριστική εθνολογική εικόνα του ελληνικού χώρου. Η ονομασία τους προέρχεται πιθανώς από τη λέξη δωρίμαχοςδορύμαχος, που σημαίνει δεινός χειριστής του δόρατος. Οι μετακινήσεις των Δ., που ο Θουκυδίδης τις προσδιορίζει δύο γενεές μετά τα Τρωικά, δηλαδή γύρω στο 1120 π.Χ, είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση των Θεσσαλών και των Βοιωτών στις σημερινές τους περιοχές. Οι Δ. εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο γύρω στο 1100 π.Χ., όπου δημιούργησαν τρία σημαντικά κέντρα στην Αργολίδα, στη Λακωνία και στη Μεσσηνία. Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση, που επινοήθηκε για να δικαιολογηθεί η κατάκτηση της Πελοποννήσου, με τη μετακίνηση αυτή, γνωστή ως κάθοδο των Δ.επάνοδο των Ηρακλειδών, οι Δ. δεν οδηγήθηκαν στην Πελοπόννησο ως σφετεριστές· οι τελευταίοι είχαν κεκτημένα δικαιώματα, τα οποία είχαν παραχωρήσει στον παλιό βασιλιά τους, Αιγίμιο, οι Ηρακλείδες, δηλαδή οι καταδιωκόμενοι από τον Ευρυσθέα απόγονοι του Ηρακλή, με στόχο να επανακτήσουν τα πάτρια εδάφη· έτσι, ο γιος του ήρωα, Ύλλος, και τα δύο παιδιά του Αιγίμιου, Δυμάν και Πάμφυλος, εγκαταστάθηκαν στη Δωρίδα, γύρω από τον σημερινό Μπράλο. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου συντελέστηκε από τους δισέγγονους του Ύλλου –που έφτασαν εκεί από τη Ναύπακτο– Τήμενο (Άργος), Κρεσφόντη (Μεσσηνία), Ευρυσθένη και Προκλή (Λακωνική), με τη βοήθεια και του βασιλιά των Αιτωλών, Οξύλου. Οι πραγματικές όμως αιτίες της μετακίνησης αυτής ήταν η κάθοδος των Ιλλυρίων από τις πεδιάδες της Ουγγαρίας, η οποία συνοδεύτηκε από την τεράστια αναστάτωση των λαών των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας· οι συνέπειες της αναστάτωσης αυτής έφτασαν έως την Αίγυπτο, με την επιδρομή των λαών της θάλασσας που αναφέρονται στις επιγραφές της περιοχής. Φαίνεται ότι αυτοί οι λαοί κατέστρεψαν (1250-1200 π.Χ.) τα μυκηναϊκά βασίλεια. Η εξασθένισή τους υπήρξε η αφορμή για τις μετακινήσεις των πρωτόγονων έως τότε ελληνικών φύλων, που ζούσαν πέρα από την Πίνδο και αρχικά κινήθηκαν προς τη δυτική και κεντρική Μακεδονία· από τον Θερμαϊκό κόλπο, κατά την πιθανότερη εκδοχή, πέρασαν στην Κρήτη. Στη συνέχεια, με αφετηρία την Κρήτη –ξεκίνησαν περίπου 1.000 έως 2.000– κυρίευσαν διαδοχικά την κοιλάδα του Ευρώτα, την Κόρινθο και κατόπιν επιχείρησαν την κατάκτηση της Αττικής, η οποία, σύμφωνα με τη σχετική παράδοση, απέτυχε εξαιτίας της σθεναρής άμυνας του βασιλιά Κόδρου. Με την τελευταία αυτή εκδοχή της κίνησης των Δ. από τον νότο και της κατάκτησης της Ελλάδας συμφωνούν τα περισσότερα στοιχεία της παράδοσης και της αρχαιολογίας. δωρική διάλεκτος.Ομάδα διαλέκτων που περιλαμβάνει: την κυρίως δωρική, η οποία υποδιαιρείται στη διάλεκτο της Λακωνίας, της Μήλου, του Τάραντα, της Ηράκλειας, της Μεσσηνίας, της Αργολίδας, της Αίγινας, της Κορίνθου, της Κέρκυρας, των Συρακουσών, των Μεγάρων, της Ρόδου, της Κρήτης, της Θήρας, της Καλύμνου, της Κω, της Αστυπάλαιας, της Ανάφης, της Τήλου, του Ακράγαντα, της Κυρήνης και των αποικιών που είχαν ιδρύσει οι Πελοποννήσιοι στη Σικελία· το σύνολο των λεγόμενων βορειοδυτικών διαλέκτων, στις οποίες συγκαταλέγονται οι διάλεκτοι της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας, της Φωκίδας, της Ηπείρου, της Αχαΐας, της Φθιώτιδας και της Ήλιδας. Οι δωρικές διάλεκτοι παρουσιάζουν τα εξής κοινά γλωσσολογικά χαρακτηριστικά: τη διατήρηση του αρχαίου μακρού α, όπως μάτηρ, φάμα κ.ά.· τη διατήρηση του γράμματος δίγαμμα (F) μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους (π.χ. Fέργου, Fάναξ κ.ά.)· τη διατήρηση της κατάληξης -τι σε ρήματα ή σε άλλες λέξεις, όπως για παράδειγμα, δίδωτι (αντί δίδωσι), Fίκατι (αντί είκοσι) κ.ά.· τη συναίρεση των φωνηέντων α + ω και α + o σε α· τη συναίρεση των φωνηέντων α + ε και α + η σε η στο τέλος των λέξεων (π.χ. όραε – όρη) και τη συναίρεση των α + ε σε α στην αρχή των λέξεων (π.χ. άεθλου – άθλον)· τον δωρικό λεγόμενο ενεργητικό μέλλοντα σε -σέω, -σίω, -σω, όπως πραξέω – πραξίω – πράξω· τον ενεργητικό αόριστο σε -ξα και τον μέσο σε -ξάμην (αντί -σα, -σάμην), όπως ωρίξαμες αντί για ωρίσαμεν, εργάξασθαι αντί για εργάσασθαι κ.ά.· την κατάληξη -μες αντί -μεν του πρώτου πληθυντικού προσώπου των ρημάτων, όπως φέρομες, ημές κ.ά.· την κλίση των ονομάτων σε -ις, χωρίς μεταπτωτική ποικιλία, όπως πόλις -ιος, πολίων κ.ά.· τον σχηματισμό της γενικής των ονομάτων με κατάληξη -ευς σε -ος, όπως βασιλήος· την κατάληξη των απαρεμφάτων -μεν στα αθέματα ρήματα, όπως διδόμεν, τιθέμεν· τον ιδιότυπο τονισμό για τον οποίο όμως δεν γνωρίζουμε αν ίσχυε σε όλες τις δωρικές διαλέκτους ή αν ήταν τοπικά περιορισμένος (π.χ. παντώς, ελάβον, ορνίθες κ.ά.)· την αποκοπή των προθέσεων ανά και παρά μπροστά από κάθε σύμφωνο και των προθέσεων κατά και ποτί μπροστά από λέξεις που άρχιζαν από οδοντικό γράμμα, όπως αμ πεδίου, κατ τον κλπ.· την παρουσία των αντωνυμικών τύπων τυ και ο.
Dictionary of Greek. 2013.